Γκριμ, Λούντβιχ Έμιλ — (Ludwig Emil Grimm, Χανάου 1790 – Κάσελ 1863). Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης. Ήταν αδελφός των Γιάκομπ και Βίλχελμ Γκριμ (βλ. λ. Γκριμ, αδελφοί). Διετέλεσε καθηγητής της ακαδημίας ζωγραφικής του Κάσελ και φιλοτέχνησε πολλούς πίνακες με… … Dictionary of Greek
Όρεστρουπ, Καρλ Λούντβιχ Έμιλ — Aαrestrup, Kοπεγχάγη 1800 – Όντενσε 1856). Δανός ποιητής και γιατρός, χωρίς λογοτεχνικές φιλοδοξίες. Δημοσίευσε ένα βιβλίο με λυρικά ποιήματα (Ποιήματα, 1838), έγινε όμως ιδιαίτερα γνωστός χάρη στην ευνοϊκή κριτική του Γκ. Μπράντες για τη… … Dictionary of Greek
Γκριμ, αδελφοί — (Grimm).Γερμανοί φιλόλογοι και συγγραφείς παραμυθιών με διεθνή απήχηση. Ο Γιάκομπ (Jacob, 1785–1863) και ο Βίλχελμ (Wilhelm, 1786–1859), είχαν κοινές ιδέες και έζησαν τα ίδια γεγονότα, αλλά διέφεραν ως ιδιοσυγκρασίες: πιο αυστηρός και… … Dictionary of Greek
Χάινε, Χάινριχ — (Heine, Ντίσελντορφ 1797 Παρίσι 1856). Γερμανός ποιητής και συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στη Βόνη και έζησε μέσα στο ρομαντικό κλίμα. Ο Άουγκουστ Βίλχελμ Σλέγκελ ήταν δάσκαλος και σύμβουλός του. Αλλά ήδη από το νεανικό του έργο Ο ρομαντισμός… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek
βιοχημεία — Επιστήμη που μελετά όλα τα στοιχεία και τις ουσίες που συνθέτουν συνολικά τους ζώντες οργανισμούς και διερευνά τα χημικά και φυσικοχημικά φαινόμενα που εκδηλώνονται σε αυτούς, με σκοπό να καθορίσει μια συσχέτιση μεταξύ των φαινομένων αυτών και… … Dictionary of Greek
εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… … Dictionary of Greek
παλαιογραφία — Επιστήμη η οποία με βάση τα παλιά χειρόγραφα μελετά την εξέλιξη της γραφής. Η π. εμφανίστηκε τον 17o αι. ως κλάδος της διπλωματικής και είχε ως σκοπό την ταξινόμηση των ποικίλλων τύπων γραφής χρονολογικά και μορφολογικά, ώστε να είναι ευχερής ο… … Dictionary of Greek